ξεπαρθενεύω

ξεπαρθενεύω
μετ. лишать девственности

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεπαρθενεύω" в других словарях:

  • ξεπαρθενεύω — διακορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ παρθενεύω (αόρ. ἐξ επαρθένευσα), βλ. και λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

  • ξεπαρθενεύω — ξεπαρθένεψα, ξεπαρθενεύτηκα, ξεπαρθενεμένος, φθείρω την παρθενιά κάποιου, διακορεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απατώ — (AM ἀπατῶ, άω) 1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά») 2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου 2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος 3 …   Dictionary of Greek

  • αποπαρθενεύω — ἀποπαρθενεύω κ. ἀποπαρθενῶ ( όω) (Α) ξεπαρθενεύω, διακορεύω …   Dictionary of Greek

  • διακορεύω — (Α διακορεύω και διακορέω) σπάζω τον παρθενικό υμένα κόρης με συνουσία ή με άλλον τρόπο, ξεπαρθενεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + *κορεύω < κόρη] …   Dictionary of Greek

  • διαπαρθενεύω — (Α διαπαρθενεύω) διακορεύω, ξεπαρθενεύω …   Dictionary of Greek

  • εκπαρθενεύω — και ξεπαρθενεύω (AM ἐκπαρθενεύω) 1. αφαιρώ την παρθενιά, διακορεύω 2. (για φαγητά ή ποτά κλειστά ή συσκευασμένα σε κουτιά κ.λπ.) ανοίγω και δοκιμάζω πρώτος 3. οδηγώ νέο ή νέα να εγκαταλείψει την παιδική αθωότητα και να αποκτήσει σεξουαλικές… …   Dictionary of Greek

  • ξεπαρθένεμα — το [ξεπαρθενεύω] ρήξη τού παρθενικού υμένα, διακόρευση …   Dictionary of Greek

  • ξεπαρθενευτής — ο [ξεπαρθενεύω] αυτός που ξεπαρθενεύει κόρη, διακορευτής …   Dictionary of Greek

  • τρυπώ — τρυπῶ, άω, ΝΜΑ 1. ανοίγω οπή σε κάτι 2. κεντώ με αιχμηρό όργανο 3. μτφ. (για αίσθημα πόνου) διαπερνώ νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) είμαι μυτερός, μπορώ να τσιμπήσω ή να προκαλέσω πληγή («τα αγκάθια τρυπάνε, αν δεν προσέξεις») β) (για πράγμ. και κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»